υποκριτικός

υποκριτικός
-ή, -ό / ὑποκριτικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὑποκριτής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.)
2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις ὑποκριτικὴ τοῡ βελτίονος», Λουκιαν.)
3. το θηλ. ως ουσ. η υποκριτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη τού ηθοποιού, η τέχνη με την οποία ένας ηθοποιός με την έκφραση τού προσώπου, την εκφορά τού λόγου και την κίνηση τού σώματος εμψυχώνει έναν φανταστικό χαρακτήρα σε μια παράσταση, η ηθοποιία
αρχ.
αυτός που αρμόζει σε λόγο, σε απαγγελία («ἐναγώνιος μᾱλλον ἡ διαλελυμένη λέξις, ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ὑποκριτικὴ καλεῑται», Δημήτρ.).
επίρρ...
υποκριτικώς / ὑποκριτικῶς ΝΑ, και υποκριτικά Ν
με υποκρισία, προσποιητά
αρχ.
με υποκριτική τέχνη, με ηθοποιία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκριτικός — belonging to masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ταιριάζει σε υποκριτή, προσποιητός, επίπλαστος, φαρισαϊκός: Υποκριτική καλοσύνη. 2. το θηλ. ως ουσ. υποκριτική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποκριτικά — ὑποκριτικός belonging to neut nom/voc/acc pl ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc/acc dual ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικῶν — ὑποκριτικός belonging to fem gen pl ὑποκριτικός belonging to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικόν — ὑποκριτικός belonging to masc acc sg ὑποκριτικός belonging to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικοί — ὑποκριτικός belonging to masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικοῦ — ὑποκριτικός belonging to masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικούς — ὑποκριτικός belonging to masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικωτάτη — ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτικῆς — ὑποκριτικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”